- λευκοχρώματος
- λευκο-χρώματος, ον,A = λευκόχρως, Phint. ap. Stob.4.23.61a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκοχρώματος — η, ο (Α λευκοχρώματος, ον) αυτός που έχει λευκό χρώμα, άσπρος … Dictionary of Greek
λευκοχρωμάτοις — λευκοχρώματος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek